- μυρεψικός
- μυρεψικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρεψικός — ή, ὁ (ΑΜ μυρεψικός, ή, όν) [μυρεψός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυρεψία ή στον μυρεψό ή αυτός που χρησιμοποιείται για την παρασκευή μύρων, αρωμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. η μυρεψική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού μυρεψού, η μυρεψία 3. αρωματικός … Dictionary of Greek
μυρεψικά — μυρεψικός of neut nom/voc/acc pl μυρεψικά̱ , μυρεψικός of fem nom/voc/acc dual μυρεψικά̱ , μυρεψικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρεψικῶν — μυρεψικός of fem gen pl μυρεψικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρεψικόν — μυρεψικός of masc acc sg μυρεψικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρεψικοῖς — μυρεψικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρεψικοῦ — μυρεψικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρεψικῆς — μυρεψικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρεψικῇ — μυρεψικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρεψική — μυρεψικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρεψικήν — μυρεψικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)